- διόργυιος
- διόργυι-ος, ον,A two fathoms deep, high, etc., Hdt. 4.195, X.Cyn.2.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διόργυιος — διόργυιος, ον (AM) αυτός που έχει απόσταση δύο οργυιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + οργυιος < όργυια] … Dictionary of Greek
διόργυιος — two fathoms deep masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοργυίους — διόργυιος two fathoms deep masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώρυγος — διώρυγος, ον (Α) διόργυιος … Dictionary of Greek